Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φρονηματίζω [fronimatízo] -ομαι Ρ2.1 : προσπαθώ με λόγια, με συμβουλές κτλ. να συνετίσω κπ., να τον κάνω να σκεφτεί ή να συμπεριφερθεί λογικά, ώριμα, συνετά.
[λόγ. < μσν. φρονηματίζω ενεργ. < αρχ. φρονηματίζομαι `αλαζονεύομαι΄ κατά τη σημ. του φρόνιμος]