Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φρικτός -ή -ό [friktós] & φριχτός -ή -ό [frixtós] Ε1 : 1α. που προξενεί φρί κη, ανατριχίλα, αποτροπιασμό· αποκρουστικός, φοβερός, απαίσιος: Φρικτό θέαμα / έγκλημα. ~ θάνατος. Φρικτά βασανιστήρια. β. πολύ κακός, απαίσιος: ~ χαρακτήρας. Φρικτή συμπεριφορά. 2. που η ποιότητά του είναι πολύ κακή· απαίσιος: Tο φαγητό / το φιλμ ήταν φρικτό.
φρικτά & φριχτά ΕΠIΡΡ: Tα πτώματα παραμορφώθηκαν ~. || Tου συμπεριφέρθηκε / τον βασάνισε ~. [λόγ. < ελνστ. φρικτός· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]