Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φρικιώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φρικιώ [frikió] Ρ10.4α : (λόγ.) φρικιάζω.

[λόγ. < ελνστ. φρικιῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες