Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φρικαλεότητα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φρικαλεότητα η [frikaleótita] Ο28 : α. η ιδιότητα του φρικαλέου: Οι εφημερίδες περιγράφουν με λεπτομέρειες όλη τη ~ του εγκλήματος. β. ενέργεια που προκαλεί φρίκη: Στον πόλεμο γίνονται πολλές φρικαλεότητες.

[λόγ. φρικαλέ(ος) -ότης > -ότητα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες