Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φρεσκοπλυμένος -η -ο [freskopliménos] Ε3 : που τον έχουν πλύνει πρόσφατα: Φρεσκοπλυμένα ρούχα / πουκάμισα.
[φρέσκ(ος) -ο- + πλυμένος μππ. του πλένω]