Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φρεσκοβαμμένος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φρεσκοβαμμένος -η -ο [freskovaménos] Ε3 : που τον έχουν βάψει πρόσφατα: ~ τοίχος.

[φρέσκ(ος) -ο- + βαμμένος μππ. του βάφω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες