Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φρεσκάρω [freskáro] -ομαι Ρ6 : 1. προσδίδω σε κτ. δροσερότητα, φρεσκά δα, κάνω κτ. να φαίνεται φρέσκο, καινούριο, το ανανεώνω: ~ τα λουλού δια / το χτένισμα. (ειδ.) ~ τα ρούχα / το κουστούμι, τα πλένω και τα σιδε ρώνω. || (παθ.) πλένομαι, χτενίζομαι, (και ειδ. για γυναίκες) μακιγιάρομαι: Πάω να φρεσκαριστώ λίγο. 2. (μτφ.) ανανεώνω: ~ τη μνήμη μου, φέρ νω κτ. στη μνήμη μου. Πρέπει να ~ λίγο τα γαλλικά μου. 3. (για αέρα, ατμόσφαιρα) γίνομαι πιο δροσερός, πιο ψυχρός: Φρεσκάρισε το αεράκι / ο μπάτης, δυνάμωσε.
[παλ. ιταλ. frescar(e) -ω]