Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φρενιάζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φρενιάζω [frenázo] Ρ2.1α μππ. φρενιασμένος* : (προφ.) περιέρχομαι σε μια κατάσταση έντονου ερεθισμού, εξοργισμού, γίνομαι έξαλλος: Tαλαιπωρούμαι μέρες τώρα για ένα πιστοποιητικό κι έχω φρενιάσει.

[μσν. φρενιάζω < φρέν(ες) -ιάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες