Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φρεζαδόρος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φρεζαδόρος ο [frezaδóros] Ο18 : τεχνίτης ειδικευμένος στο χειρισμό της φρέζας1.

[φρέζ(α) -αδόρος (πρβ. ιταλ. fresatore)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες