Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φρασεολογία η [fraseolojía] Ο25 : το σύνολο των (τυπικών) τρόπων με τους οποίους συνδέονται οι λέξεις, συντίθενται οι φράσεις ή διαπλέκονται οι προτάσεις στο λόγο· ο τρόπος της έκφρασης, της διατύπωσης του λόγου: H ~ του καθημερινού λόγου διαφέρει από την ειδική ~ του επιστημονικού. Kοινή / ειδική / τυπική / επιστημονική ~.
[λόγ. < νλατ. phraseologia (ή μέσω του γαλλ. phraséologie) < αρχ. φρασε- (θ. του φράσις) -ο- + -logia, -logie = -λογία]