Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φραπέ το [frapé] Ο (άκλ.) : είδος χτυπητού καφέ, κρύου και με αφρό, που παρασκευάζεται με νεσκαφέ και νερό· φραπές: Φτιάξε μου ένα ~ με λίγη ζάχαρη και γάλα.
φραπεδάκι το YΠΟKΟΡ. [λόγ. < γαλλ. frappé]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φραπές ο [frapés] Ο13 : το φραπέ.
[< φραπέ μεταπλ. σε αρσ. με βάση την αιτ. κατά το καφές]