Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φραμπαλάς ο [frabalás] & φαρμπαλάς ο [farbalás] συνήθ. στη σημ. 1 Ο1 : 1. λουρίδα από ύφασμα με λεπτές πτυχές ή με σούρα, που στολίζει τον ποδόγυρο σε γυναικεία ρούχα ή τις άκρες μαξιλαριών, σεντονιών κτλ. 2. (πληθ.) πολλά και επιτηδευμένα λόγια χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο: Άσε τους φραμπαλάδες και μίλα στα ίσια. 3. (οικ., λαϊκ.) φασαρία, σαματάς που γίνεται για διασκέδαση.
φραμπαλαδάκι το YΠΟKΟΡ συνήθ. στη σημ. 1. [< φαρμπαλάς με μετάθ. του [r] < γαλλ. falbala -ς με ανομ. υγρών [l-l > r-l] ]