Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φραγμός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φραγμός ο [fraγmós] Ο17 : καθετί που αποτελεί εμπόδιο, κώλυμα, πρόσκομμα, που παρεμποδίζει την παραπέρα πορεία, την εξέλιξη: H κυβερνητική πολιτική θέτει / βάζει φραγμούς στη μόρφωση. Πρέπει να τεθεί / να μπει ~ στην αυθαιρεσία και στον αυταρχισμό της εξουσίας. H αγάπη δε γνωρίζει φραγμούς.

[λόγ. < αρχ. φραγμός `φράξιμο΄ σημδ. γαλλ. barrière & αγγλ. barrier]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες