Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φραγμός ο [fraγmós] Ο17 : καθετί που αποτελεί εμπόδιο, κώλυμα, πρόσκομμα, που παρεμποδίζει την παραπέρα πορεία, την εξέλιξη: H κυβερνητική πολιτική θέτει / βάζει φραγμούς στη μόρφωση. Πρέπει να τεθεί / να μπει ~ στην αυθαιρεσία και στον αυταρχισμό της εξουσίας. H αγάπη δε γνωρίζει φραγμούς.
[λόγ. < αρχ. φραγμός `φράξιμο΄ σημδ. γαλλ. barrière & αγγλ. barrier]