Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φραγή η [frají] Ο29 : φυσικός φράχτης (από θαμνώδη φυτά).
[φραγ- (θ. συγγ. του φράζω) -ή κατά το σχ.: αλλάζω - αλλαγή, σφάζω - σφαγή]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[φραγ- (θ. συγγ. του φράζω) -ή κατά το σχ.: αλλάζω - αλλαγή, σφάζω - σφαγή]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |