Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φρίττω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φρίττω [fríto] Ρ αόρ. έφριξα, απαρέμφ. φρίξει : αισθάνομαι έκπληξη και συγχρόνως αποτροπιασμό, αηδία, φρίκη: Tο άκουσα / το είδα / το έμαθα κι έφριξα. Aν δεις τη φτώχεια τους, θα φρίξεις.

[λόγ. < αρχ. φρίττω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες