Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φρέσκος -η / -ια -ο [fréskos] Ε3, Ε4 : I1. (για φαγώσιμα, τρόφιμα) α. που έχει παραχθεί, μαζευτεί, παρασκευαστεί πρόσφατα. ANT μπαγιάτικος: Φρέσκα αυγά / λαχανικά / φρούτα / ψωμιά / κουλούρια. Φρέσκη μυζήθρα. β. που βρίσκεται σε (καλή) φυσική κατάσταση, που δεν έχει υποστεί μεταβολές (πάστωμα, κατάψυξη, συντήρηση) ή αλλοιώσεις (σάπισμα, ξίνισμα, μπαγιάτεμα κτλ.)· νωπός: Tα μαρούλια / τα λαχανικά διατηρούνται φρέσκα στο ψυγείο. || Φρέσκα φασόλια / κρεμμύδια, που δεν έχουν αποξηρανθεί. ANT ξερά. || Φρέσκο βούτυρο, που παρασκευάζεται από γάλα. 2. καθαρός, δροσερός: ~ αέρας και ως ΦΡ, για λόγια κενά, χωρίς ουσία. II. (μτφ.) 1α. που δημιουργήθηκε, που συνέβη πριν από λίγο, πρόσφατος: Tα γεγονότα / τα ίχνη είναι φρέσκα ακόμα. Πρόσεξε, η βαφή είναι φρέσκια ακόμα, δεν έχει στεγνώσει. β. ζωηρός, έντονος, που δεν έχει ξεθωριάσει: Οι εντυπώσεις / οι μνήμες είναι φρέσκες ακόμα, νωπές. γ. με μικρή ή καθόλου εμπειρία: Είναι ~ στη δουλειά. δ. που μόλις ήρθε, έφτασε: Φρέσκες ειδήσεις. Φρέσκα νέα / μαντάτα. 2α. που δεν είναι εξαντλημένος, που είναι ξεκούραστος, ευδιάθετος, κεφάτος: Ήρθε στο γραφείο ~. Ξυπνήσαμε φρέσκοι φρέσκοι. Ο προπονητής έριξε δύο φρέσκους παίκτες στο παιχνίδι. β. δροσερός, νεανικός: Φρέσκο πρόσωπο / δέρμα. 3. (διανοητικά) γόνιμος, δημιουργικός: Έχει μυαλό πάντα φρέσκο. Φρέσκες ιδέες, νέες, πρωτότυπες.
[ιταλ. fresco -ς < παλ. γερμ. frisk]