Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φρέον το [fréοn] Ο (άκλ.) : (χημ.) αέριο που υγροποιείται εύκολα και χρησιμοποιείται κυρίως στην ψυκτική βιομηχανία αλλά και ως καύσιμο μηχανών εσωτερικής καύσης.
[λόγ. < αγγλ. Freon σήμα κατατ.]