Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φράχτης ο [fráxtis] & φράκτης ο [fráktis] Ο10 : χτιστή ξύλινη, μεταλλική κτλ. κατασκευή (μονιμότερη ή πρόχειρη), που οριοθετεί, που περιβάλλει ένα χώρο, μια έκταση, κυρίως για να εμποδίζει την προσπέλαση τρίτων: Πήδησε το φράχτη και μπήκε στην αυλή. Tα κάγκελα του φράχτη θέλουν βάψιμο. || φυσική περίφραξη από φυτά, θάμνους κτλ.: ~ από βάτα / καλαμιές.
[μσν. φράκτης `φράγμα΄ < φρακ- (φράζω) -της με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] · -κτ-: λόγ. επίδρ.]