Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φράπα η [frápa] Ο25 : 1. οπωροφόρο εσπεριδοειδές δέντρο, μέτριο στο μέγεθος, με μεγάλα παχιά φύλλα και με μεγάλους σφαιρικούς καρπούς. 2α. ο καρπός του ομώνυμου δέντρου, μεγάλος στο μέγεθος, με σφαιρικό σχεδόν σχήμα και ωχροκίτρινο χρώμα, που χρησιμοποιείται στη ζαχαροπλαστική. β. (μτφ.) για άνθρωπο αφράτο και στρουμπουλό, ιδίως στο πρόσωπο: Ομόρφυνες, έγινες σωστή ~.
[ίσως ιταλ. frappa `κομμάτι από σκισμένο ρούχο΄ (επειδή κομματιάζεται για να γίνει γλυκό;)]