Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φράουλα η [fráula] Ο27 : 1. ο κόκκινος, σαρκώδης, κωνικός καρπός του ομώνυμου φυτού: Kόκκινες / νόστιμες / πρώιμες φράουλες. Γλυκό / μαρμελάδα / παγωτό ~. 2. ποώδες, πολυετές φυτό με πολλές παραφυάδες, με φύλλα που έχουν σχήμα παλάμης και σαρκώδεις καρπούς· φραουλιά: Φυτεύει / καλλιεργεί φράουλες.
[μσν. φράουλα < παλ. ιταλ. fraola ( [o > u] από επίδρ. του [l] )]