Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φράντζα η [frándza] Ο25 : τούφα μαλλιών που καλύπτει το μέτωπο. || ανάλογος τρόπος χτενίσματος: Kάνει / χτενίζει τα μαλλιά της ~.
φραντζούλα η YΠΟKΟΡ. [ιταλ. frangia ή βεν. franza < γαλλ. frange· φράντζ(α) -ούλα]