Παράλληλη αναζήτηση
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φούστα 1 η [fústa] Ο25 : γυναικείο ρούχο που καλύπτει το σώμα από τη μέση και κάτω, με μήκος που ποικίλλει: Φαρδιά / εφαρμοστή / κοντή / στενή / μίνι / μακριά ~. H ~ του ταγέρ. || Σκοτσέζικη ~, αντίστοιχο τμήμα της εθνικής ενδυμασίας των Σκοτσέζων (ανδρών). || (επέκτ.) το τμήμα του φορέματος από τη μέση και κάτω: Φόρεμα με ~ πλισέ.
φουστίτσα η YΠΟKΟΡ. [βεν.(;) *fusta (πρβ. φουστάνι)· φούστ(α) -ίτσα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φούστα 2 η : παλαιότερο στενόμακρο πλοίο, ιστιοφόρο και με κουπιά: Πειρατική ~.
[μσν. φούστα < ιταλ. fusta]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φουστανέλα η [fustanéla] Ο25 : 1. φούστα από άσπρο ύφασμα με πολλές πτυχές, που φτάνει μέχρι το γόνατο και που αποτελεί τμήμα της ελληνικής ανδρικής εθνικής φορεσιάς: H ~ του τσολιά. || (επέκτ., προφ.) για ρούχο άκομψο, πολύ φαρδύ και κοντό. 2. (μτφ., παρωχ., ειρ.) χαρακτηρισμός κινηματογραφικών και θεατρικών έργων με ηθογραφικό περιεχόμενο.
[ιταλ. *fustanella υποκορ. του fustana (δες στο φουστάνι, ιταλ. -ella, υποκορ. επίθημα) ή μσνλατ. fustanella < fustaneum]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φουστανελάς ο [fustanelás] Ο1 : αυτός που φοράει φουστανέλα· (πρβ. τσολιάς): Ήρθαν μερικοί κουμπουροφόροι φουστανελάδες.
[φουστανέλ(α) -άς]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φουστανελοφόρος ο [fustanelofóros] Ο18 : φουστανελάς.
[λόγ. φουστανέλ(α) -ο- + -φόρος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φουστάνι το [fustáni] Ο44 : 1. εξωτερικό γυναικείο ρούχο· φόρεμα: Kοντό / μακρύ / στενό / φαρδύ / γιορτινό / καθημερινό / ακριβό / φτηνό / χρωματιστό ~. Δεν είσαι άντρας εσύ, να βάλεις φουστάνια! (έκφρ.) είναι κολλημένος στο / κρέμεται από το ~ κάποιας, για άντρα εξαρτημένο και άβουλο: Είναι κολλημένος στο / κρέμεται από το ~ της μάνας του / της γυναίκας του. 2. γυναίκα, γυναίκες· ποδόγυρος: Tου αρέσει το ~. Tρέχει πίσω από το ~.
φουστανάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. [μσν. φουστάνι < βεν. αρσ. fustagno `ρούχο από χοντρό, φτηνό ύφασμα΄, πληθ. fustagni που θεωρήθηκε ουδ. εν. < μσνλατ. fustaneum μτφρδ. του ελνστ. ξύλινον `βαμβακερό΄]