Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φούσκωμα το [fúskoma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του φουσκώ νω: Tο ~ του μπαλονιού / των ελαστικών. || Tο ~ της ζύμης / του τοίχου / του ποταμού / του στομαχιού. || (μτφ.): Tο ~ του λογαριασμού / της θάλασσας.
[φουσκώ(νω) -μα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φουσκωμάρα η [fuskomára] Ο25α : (προφ.) η αίσθηση που έχει κάποιος ότι είναι φουσκωμένη η κοιλιά του, το στομάχι του (συνήθ. από πολύ φαΐ, αέρια κτλ.).
[φούσκωμ(α) -άρα]