Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φούξια η [fúksxa] Ο25 : διακοσμητικό φυτό και το άνθος του.
[λόγ. < νλατ. fuchsia < ανθρωπων. Fuchs (όν. Γερμανού βοτανολόγου) -ia = -ια]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φούξια [fúksxa] Ε (άκλ.) : που έχει έντονο ροζ, μοβ χρώμα: Φορούσε ένα φόρεμα ~. || (ως ουσ.) το φούξια, το ζωηρό ροζ, μοβ.
[< ουσ. φούξια]