Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φούντωμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φούντωμα το [fúndoma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του φουντώνω: Tο ~ των δέντρων / της φωτιάς. || (μτφ.): Tο ~ της μάχης / του μίσους / του θυμού / του προσώπου / των σπυριών.

[φουντώ(νω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες