Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φούντο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φούντο το [fúndo] Ο (άκλ.) : κυρίως στη ΦΡ πήγε / πάει (στο) ~: α. πήγε στον πάτο, βούλιαξε: Έπεσε με το αυτοκίνητο στη θάλασσα και πήγε κατευθείαν (στο) ~. β. απέτυχε, πήγε χαμένος (κυρ. για δουλειές, υποθέσεις): Όλη η δουλειά / η προετοιμασία πήγε (στο) ~.

[ιταλ. ή βεν. fondo `βάθος της θάλασσας, πάτος΄ ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [f] και του [n] )]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φουντούκι το [fundúki] Ο44 : ο εδώδιμος καρπός της φουντουκιάς, με σκληρό περικάρπιο και ποικιλία σχημάτων: Tα φουντούκια, τα καρύδια, τα φιστίκια κτλ. λέγονται ξηροί καρποί. Σοκολάτα με ~.

[αντδ. < τουρκ. fιndιk < αραβ. < ελνστ. (κάρυον) Ποντικόν `καρύδι από την περιοχή του Πόντου΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φουντουκιά η [funduká] Ο24 : θαμνοειδές φυτό ή δενδρύλλιο, χρήσιμο για τον καρπό αλλά και για το ξύλο του.

[φουντούκ(ι) -ιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες