Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φούμα η [fúma] Ο25α : (προφ., λαϊκ.) το κάπνισμα (τσιγάρου, χασίς κτλ.) κυρίως στη ΦΡ μάσες*, ξάπλες, φούμες.
[φουμ(άρω) -α (αναδρ. σχημ.)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φουμαδόρος ο [fumaδóros] Ο18 θηλ. φουμαδόρισσα Ο27α : (προφ., λαϊκ.) αυτός που καπνίζει πολύ, μανιώδης καπνιστής.
[βεν. funador -ος· φουμαδόρ(ος) -ισσα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φουμάρισμα το [fumárizma] Ο49 : (προφ.) η πράξη του φουμάρω, το κάπνισμα.
[φουμάρ(ω) -ισμα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φούμαρο το [fúmaro] Ο41 (συνήθ. πληθ.) : (προφ.) λόγος κενός περιεχομένου, καυχησιολογία, αερολογία: Όλες οι εξαγγελίες και τα μεγάλα λόγια αποδείχτηκαν φούμαρα. ΦΡ πουλάω* φούμαρα.
[φουμάρ(ω) -ο (αναδρ. σχημ.)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φουμάρω [fumáro] & φουμέρνω [fumérno] Ρ6α : (προφ.) καπνίζω (τσιγάρο, χασίς κτλ.): Έλα να φουμάρουμε ένα τσιγαράκι. ΦΡ τι καπνό* φουμάρει;
[ιταλ. fumar(e) -ω· φουμ(άρω) μεταπλ. -έρνω]