Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φουσκωμάρα η [fuskomára] Ο25α : (προφ.) η αίσθηση που έχει κάποιος ότι είναι φουσκωμένη η κοιλιά του, το στομάχι του (συνήθ. από πολύ φαΐ, αέρια κτλ.).
[φούσκωμ(α) -άρα]