Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φουσάτο το [fusáto] Ο39 : (παρωχ.) ομάδα, πλήθος ενόπλων, στράτευμα.
[μσν. φουσάτον < φοσσάτον ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [f] ) `τάφρος, οχυρωμένο στρατόπεδο΄ < υστλατ. fossat(um) `τάφρος΄ -ον (ορθογρ. απλοπ.)]