Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φουρό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φουρό το [furó] Ο (άκλ.) : εσωτερικό γυναικείο ρούχο που φοριόταν από τη μέση και κάτω και χρησίμευε στο να κάνει τη φούστα ή το φόρεμα να φουσκώνουν.

[λόγ. < γαλλ. fourreau]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φουρούσι το [furúsi] & φορούσι το [forúsi] Ο44 : ξύλινη, μεταλλική ή πέτρινη προεξοχή στερεωμένη στον τοίχο ή πρόσθετο εξάρτημα, που χρησιμεύει κυρίως ως υποστήριγμα μπαλκονιού ή γεισώματος.

[;]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες