Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φουρνιά η [furná] Ο24 : 1. η ποσότητα (ψωμιών, αρτοσκευασμάτων κτλ.) που χωράει ένας φούρνος ή που κάθε φορά βάζουν σε φούρνο για ψήσιμο: Mια ~ ψωμί / κουλουράκια. 2. (μτφ.) αριθμός ανθρώπων, ποσότητα πραγμάτων με όμοια ή με κοινά χαρακτηριστικά: Έφτασαν οι πρώτες φουρνιές τουριστών, ομάδες. Kαινούρια / νέα φουρνιά προσφύγων / νεοσυλλέκτων. (έκφρ.) φουρνιές φουρνιές, κατά αλλεπάλληλες δόσεις, ομάδες.
[φούρν(ος) -ιά]