Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φουρνίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φουρνίζω [furnízo] -ομαι Ρ2.1 : βάζω κτ. στο φούρνο για να το ψήσω.

[μσν. φουρνίζω < φούρν(ος) -ίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες