Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φουρνέλο το [furnélo] Ο39 : η τρύπα που ανοίγουν σε βράχους (και γενικότ. σε σκληρά πετρώματα) και όπου τοποθετούν εκρηκτική ύλη για να τους ανατινάξουν: Aνοίγω ~. || (επέκτ.) η εκρηκτική ύλη για την ανατίναξη βράχων και γενικότερα σκληρών πετρωμάτων: Bάζω ~, τοποθετώ την εκρηκτική ύλη και ως ΦΡ υπονομεύω, υποσκάπτω κτ. ή κπ. ΦΡ βάρδα* ~!
[ιταλ. fornello ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [f] και του [r] )]