Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φουρκίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φουρκίζω [furkízo] -ομαι Ρ2.1 : I. (οικ.) θυμώνω, εξοργίζω, εξάπτω κπ. με πράξεις ή με λόγια: Mη με φουρκίζεις! Έφυγε φουρκισμένος απ΄ αυτά που άκουσε / είδε / έμαθε. II. (λαϊκότρ.) κρεμώ, απαγχονίζω κπ.

[ελνστ. φουρκίζω (στη σημ. II)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες