Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φουριόζος -α -ο [furjózos] Ε4 : που κινείται, που ενεργεί με βιασύνη, με ορμή και ως ουσ.: Πηγαινοέρχεται φουριόζα και πολυάσχολη. Ήρθε / έφυγε ~.
[ιταλ. furioso -ς]