Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φουντάρω [fundáro] Ρ6α μππ. φουνταρισμένος : (προφ.) 1. βουλιάζω, βυθίζομαι, πάω στον πάτο, στο βυθό: Φουντάρισε το πλοίο και πνίγηκαν όλοι. || (επέκτ.) πέφτω από ένα ύψος προς τα κάτω (στο βυθό, στο έδαφος κτλ.): Έδωσε μια και φουντάρισε απ΄ το παράθυρο, για ν΄ αυτοκτονήσει. 2. βυθίζω (κυρ. για πλεούμενο): Tο φουντάρανε το κότερο από λάθος χειρισμούς. || (επέκτ.) ρίχνω στη θάλασσα, πνίγω: Tους δέσανε και τους φουντάρανε (στη θάλασσα). 3. ρίχνω άγκυρα, αγκυροβολώ: Tο καράβι ήταν φουνταρισμένο στ΄ ανοιχτά.
[παλ. ιταλ. fondar(e) ή βεν. fondar -ω ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [f] και του [n] )]