Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φουμαδόρος ο [fumaδóros] Ο18 θηλ. φουμαδόρισσα Ο27α : (προφ., λαϊκ.) αυτός που καπνίζει πολύ, μανιώδης καπνιστής.
[βεν. funador -ος· φουμαδόρ(ος) -ισσα]