Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φουμάρω [fumáro] & φουμέρνω [fumérno] Ρ6α : (προφ.) καπνίζω (τσιγάρο, χασίς κτλ.): Έλα να φουμάρουμε ένα τσιγαράκι. ΦΡ τι καπνό* φουμάρει;
[ιταλ. fumar(e) -ω· φουμ(άρω) μεταπλ. -έρνω]