Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φουλάρω 1 [fuláro] Ρ6α μππ. φουλαρισμένος : (προφ.) 1α. γεμίζω κτ. τελείως, ως επάνω: Πρέπει να ~ το ρεζερβουάρ για το ταξίδι. β. είμαι γεμάτος τελείως: Tο λεωφορείο έφυγε φουλαρισμένο. 2. αναπτύσσω τη μέγιστη ταχύτητα, τρέχω πάρα πολύ γρήγορα: Mε φουλαρισμένη τη μηχανή θα φτάσουμε σε δυο ωρίτσες.
[φουλ (επίθ.) -άρω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φουλάρω 2 Ρ6α : (προφ.) κάνω φουλ στο πόκερ ή στην πόκα.
[φουλ (ουσ.) -άρω]