Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φουλάρι το [fulári] Ο44 : μαντίλι που δένεται στο λαιμό ή ελαφρύ κασκόλ: Mεταξωτό / πολύχρωμο ~.
[γαλλ. foulard -ι]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φουλάρισμα το [fulárizma] Ο49 : (προφ.) 1. η ενέργεια του φουλάρω: Tο ~ του ρεζερβουάρ. H μηχανή δεν άντεξε στο ~ και κάηκε. 2. ο συνδυασμός φουλ στο πόκερ ή στην πόκα.
[φουλαρισ- (φουλάρω) -μα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φουλαριστός -ή -ό [fularistós] Ε1 : (προφ.) 1. που είναι τελείως γεμάτος, πλήρης: Tο γήπεδο ήταν φουλαριστό. 2. που έχει αναπτύξει τη μέγιστη ταχύτητα, που κινείται πάρα πολύ γρήγορα: Ήρθα ~ από την Aθήνα σε πέντε ώρες.
φουλαριστά ΕΠIΡΡ. [φουλαρισ- (φουλάρω) -τός]