Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φουκαράς
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φουκαράς ο [fukarás] Ο1 θηλ. φουκαρού [fukarú] Ο37 : φτωχός, κακόμοιρος, ταλαίπωρος, αξιολύπητος άνθρωπος: Ένας ~ μεροκαματιάρης είναι. Bρε τη φουκαρού, τι τράβηξε! Φουκαρά μου, τι έχεις να πάθεις ακόμα, καημένε μου. φουκαράκος ο YΠΟKΟΡ.

[τουρκ. fukara (από τα αραβ.: `δερβίσηδες΄) -ς· φουκαρ(άς) -ού· φουκαρ(άς) -άκος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες