Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φουγάρο το [fuγáro] Ο39 : εγκατάσταση (κυρ. πλοίων ή εργοστασίων) που χρησιμεύει για την απαγωγή του καπνού που παράγεται από την καύση κάποιου υλικού και για την εξασφάλιση του απαραίτητου για την καύση αέρα· τσιμινιέρα, καμινάδα, καπνοδόχος: Tο ~ του πλοίου / εργοστασίου έβγαζε έναν πηχτό μαύρο καπνό. Kαπνίζει σαν ~, είναι μανιώδης καπνιστής.
[παλ. ιταλ. fogara, θηλ. εν. που θεωρήθηκε ουδ. πληθ. ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [f] και του υπερ. [γ] )]