Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φορώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φορώ [foró] & -άω, -ιέμαι Ρ10.5 : 1. βάζω κάποιο ρούχο ή άλλο συμπλήρωμα της αμφίεσης, ντύνομαι, είμαι ντυμένος με κτ.: ~ γραβάτα / φουλάρι / παπιγιόν / ζώνη / καπέλο. Φόρα το σακάκι σου, γιατί κάνει ψύχρα. Φόρεσα τα καλά μου (ρούχα) και βγήκα έξω. Tι νούμερο παπούτσι φοράς; Ο δράστης φορούσε μια κάλτσα στο πρόσωπό του. Φόρεσε το παλτό της κι έφυγε βιαστικά. Φορούσε μαύρα, γιατί πενθούσε τον πεθερό της. (έκφρ.) φόρεσε τη φανέλα* της Εθνικής. || Aυτά τα ρούχα / τα παπούτσια δε φοριούνται πια, είναι φθαρμένα, παλιάς μόδας. || (μππ.) φορεμένος, μεταχειρισμένος, φθαρμένος. ANT αφόρετος: Tο πουκάμισο είναι φορεμένο. || (επέκτ.) για κοσμήματα, όπλα, διακριτικά ή άλλα εξαρτήμα τα: ~ ρολόι / δαχτυλίδι / σκουλαρίκια / γυαλιά / σπαθί / κραγιόν / ζώνη / περούκα / κράνος. Φορούσε το σήμα της ειρήνης / του Ολυμπιακού. Δε ~ κοσμήματα. || (προφ.): Tο καινούριο μοντέλο της μοτοσικλέτας φοράει φαρδύτερα λάστιχα, δέχεται, είναι εφοδιασμένο. Φόρεσε το χακί*. ΦΡ ~ σε κπ. τα γυαλιά*. δεν έχει ρούχο* να φορέσει. ~ φέσι* σε κπ. 2. βάζω σε κπ. ένα ρούχο ή άλλο συμπλήρωμα της αμφίεσης, ντύνω: Έπλυναν το παιδί και του φόρεσαν τα καλά του ρούχα. || (επέκτ.): Tου φόρεσαν μια κορόνα και τον έκαναν βασιλιά. Tου φόρεσαν αγκάθινο στεφάνι. ΦΡ ~ τα κέρατα* σε κπ. (λαϊκ.) του / της τα φοράει, τον / την απατάει, τον / την κερατώνει. 3. (παθ. στο γ' πρόσ.) α. είναι της μόδας: Φέτος θα φορεθούν οι κοντές φούστες. β. (μτφ., προφ.) συνηθίζεται: H έκφραση «τη βρίσκω» φοριέται πολύ τον τελευταίο καιρό.

[αρχ. φορῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες