Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φορτωτής ο [fortotís] Ο7 : 1. εργάτης που κάνει φορτοεκφορτώσεις εμπορευμάτων. 2. ο ιδιοκτήτης, ο αποστολέας φορτίου εμπορευμάτων. 3. μηχανή ή ειδικό όχημα για τη φόρτωση εμπορευμάτων ή άλλων φορτίων σε μεταφορικά μέσα. 4. δομικό και κυρίως χωματουργικό μηχάνημα, που χρησιμοποιείται για να φορτώνει χώματα σε οχήματα μεταφοράς.
[λόγ. φορτω- (δες φορτώνω) -τής, μτφρδ.: 1-3: γαλλ. chargeur· 4: γαλλ. chargeuse]