Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φορτωτήρας ο [fortotíras] Ο2 : μηχάνημα για φορτοεκφορτώσεις εμπορευμάτων, ιδίως σε πλοία.
[λόγ. φορτω- (δες φορτώνω) -τήρ > -τήρας μτφρδ. αγγλ. loader]