Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φορτσάρω [fortsáro] Ρ6α μππ. φορτσαρισμένος : (προφ.) αυξάνω την ένταση, τη δύναμη, την απόδοση, εντείνω την προσπάθεια: H ομάδα πρέπει να φορτσάρει, αν θέλει να κατακτήσει το πρωτάθλημα. Mην τη φορτσάρεις τη μηχανή, γιατί είναι ασυντήρητη.
[ιταλ. forzar(e) -ω]