Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φορτσάρω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φορτσάρω [fortsáro] Ρ6α μππ. φορτσαρισμένος : (προφ.) αυξάνω την ένταση, τη δύναμη, την απόδοση, εντείνω την προσπάθεια: H ομάδα πρέπει να φορτσάρει, αν θέλει να κατακτήσει το πρωτάθλημα. Mην τη φορτσάρεις τη μηχανή, γιατί είναι ασυντήρητη.

[ιταλ. forzar(e)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες