Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φορτοεκφορτωτής ο [fortoekfortotís] Ο7 : εργάτης που κάνει φορτοεκφορτώσεις: Εργάζεται ως ~ στο λιμάνι / στην κεντρική λαχαναγορά.
[λόγ. φορτ(ωτής) -ο- + εκφορτωτής]