Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φορτοεκφορτωτής
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φορτοεκφορτωτής ο [fortoekfortotís] Ο7 : εργάτης που κάνει φορτοεκφορτώσεις: Εργάζεται ως ~ στο λιμάνι / στην κεντρική λαχαναγορά.

[λόγ. φορτ(ωτής) -ο- + εκφορτωτής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες