Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φορμαλιστικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φορμαλιστικός -ή -ό [formalistikós] Ε1 : που αναφέρεται στο φορμαλισμό ή στο φορμαλιστή: Φορμαλιστικές θεωρίες / μέθοδοι / απόψεις. Οι φορμαλιστικές αναλύσεις παραγνωρίζουν την αξία του περιεχομένου. φορμαλιστικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. φορμαλιστ(ής) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες