Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φορμάρω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φορμάρω [formáro] -ομαι Ρ6 : 1α. δίνω σε κτ. ένα ορισμένο σχήμα, μια μορφή: Φορμάρετε το παγωτό σε μικρές φόρμες σε σχήμα αυγού. Πρέπει να ~ το λόγο που θα εκφωνήσω αύριο. || ~ τα μαλλιά, τους δίνω ένα σχήμα: Bάλτε λίγο αφρό στα μαλλιά σας και φορμάρετέ τα. β. (μππ.) β1. που έχει πάρει ένα ορισμένο σχήμα: Mαλλιά φορμαρισμένα. β2. που βρίσκεται σε φόρμαII, σε καλή σωματική, πνευματική και ψυχική κατάστα ση, διάθεση, που επιτρέπει υψηλό βαθμό απόδοσης: H ομάδα είναι φορμαρισμένη αυτή την περίοδο. 2. (πληροφ.) ~ μια δισκέτα / το σκληρό δίσκο ενός υπολογιστή, δίνω στη δισκέτα ή στο σκληρό δίσκο τη μορφή που χρειάζεται, για να μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τον υπολογιστή: Δισκέτες φορμαρισμένες για τον τάδε τύπο υπολογιστή.

[1: ιταλ. formar(e) -ω· 2: σημδ. αγγλ. format]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες