Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φορμάρισμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φορμάρισμα το [formárizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του φορμάρω.

[φορμαρισ- (φορμάρω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες